-
1 κοπάζω
Aκεκόπακα Hsch.
:— grow weary,τοῦ πολέμου LXX Jo.14.15
; τοῦ θυμοῦ ib.Es.2.1; of an abnormal pulsation, abate, Hp.Epid.7.2; esp. of natural phenomena, ἐκόπασε (sc. ὁ ἄνεμος) Hdt.7.191, cf. Ev.Matt.14.32;ὅταν ἡ λίμνη κοπάσῃ Arist.Pr. 935a18
;ἐκόπασε τὸ πῦρ LXX Nu.11.2
; of heat, Longus 1.8.
См. также в других словарях:
κοπάζω — (ΑM κοπάζω) [κόπος] καταπαύω, λιγοστεύω, ησυχάζω, εξασθενώ, ξεθυμαίνω (α. «κόπασε λίγο ο αέρας και έτσι μπορούμε να κολυμπήσουμε» β. «κόπασε ο θυμός του και μπορούμε πια να συζητήσουμε» γ. «κόπασε η πυρκαγιά» δ. «καὶ ἡ γῆ ἐκόπασε τοῡ πολέμου», ΠΔ … Dictionary of Greek